ἀναλέγομαι

ἀναλέγομαι
ἀναλέγω
pick up
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναλέγω — (Α ἀναλέγω, Μ ἀναλέγομαι) [λέγω (ΙΙ)] μσν. νεοελλ. εκλέγω, διαλέγω νεοελλ. Ι. ενεργ. 1. τυλίγω, περιτυλίγω 2. μαλώνω, επιπλήττω 3. διανύω, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, τρέχω ΙΙ. μέσ. 1. διηγούμαι, εξιστορώ 2. αναλογίζομαι, σκέφτομαι 3. αισθάνομαι τάση… …   Dictionary of Greek

  • παραναλέγομαι — Μ παραπλέω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀναλέγομαι (αντί παραλέγομαι)] …   Dictionary of Greek

  • υπαναλέγομαι — Α αποκτώ βαθμιαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + ἀναλέγομαι «συλλέγω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”